σκνιπαῖος

σκνιπαῖος
σκνῑπαῖος, α, ον, (σκνιπός (B))
A v.l. for σκνιφαῖος in Theoc.16.93.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπαῖον — σκνῑπαῖον , σκνιπαῖος masc acc sg σκνῑπαῖον , σκνιπαῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκνιφαίος — αία, ον, Α βλ. σκνιπαῑος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”